- καταληπτήρ
- καταληπ-τήρ, ῆρος, ο,2 clamp, BCH29.468 ([place name] Delos).3 Archit., top course of stylobate, IG22.1682.11; coping laid on ὀρθοστάται, ib.11(2).287A120 (Delos, iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταληπτήρ — καταληπτήρ, ῆρος, ὁ (Α) [καταλαμβάνω] 1. ο ιμάντας με τον οποίο δένεται κάτι 2. αρχιτ. μεγάλοι λίθοι που αποτελούν το ανώτατο μέρος τού στυλοβάτη πάνω στους οποίους εγείρονται οι κίονες 3. η συναρμογή, ο σύνδεσμος … Dictionary of Greek
καταληπτήρ — strap for holding fast masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)